Μελαμίνη

Εισαγωγή

Η μελαμίνη ή κυανουραμίδιο συντέθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό χημικό Justus von Liebig το 1834. Είναι μια οργανική ένωση, άχρωμη, κρυσταλλική (μονοκλινή πρίσματα), πλούσια σε άζωτο (67 %), με σημείο τήξης περίπου 300 βαθμούς Κελσίου, είναι ελαφρά διαλυτή στο νερό και λίγο διαλυτή στη θερμή αλκοόλη.

Η σύνθεσή της από τον von Liebig βασίστηκε στον τριμερισμό του κυαναμιδίου, το οποίο παρασκευάζεται με θέρμανση του ανθρακασβεστίου σε ρεύμα αέρα.

Σήμερα η μελαμίνη παρασκευάζεται βιομηχανικά με ελεγχόμενη θερμική διάσπαση της ουρίας. Αρχικά, η ουρία αποσυντίθεται και προκύπτει κυανικό οξύ και αμμωνία. Σε δεύτερο στάδιο, το κυανικό οξύ πολυμερίζεται προς κυανουρικό οξύ, το οποίο μαζί με την ήδη παραχθείσα αμμωνία, σχηματίζει ένα μόριο μελαμίνης με ταυτόχρονη έκλυση διοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, η μελαμίνη βρίσκεται ακόμη μέσα σε έναν θερμό παχύρρευστο πολτό, ο οποίος πρέπει να συμπυκνωθεί και να κρυσταλλωθεί, ώστε να προκύψει η μελαμίνη με τη μορφή μικρών κρυστάλλων όπως αυτοί της ζάχαρης.

 

Χρήσεις της μελαμίνης

Από το 1930 έχει πολλές βιομηχανικές εφαρμογές. Σε συνδυασμό με τη φορμαλδεΰδη δίνει μια πολύ σκληρή ρητίνη (ρητίνη μελαμίνης-φορμαλδεΰδης), η οποία είναι πολύ σταθερό θερμοσκληρυνόμενο πολυμερές. Όσο και να τη θερμάνουμε δε ρευστοποιείται, με αποτέλεσμα να θεωρείται μη-ανακυκλώσιμο υλικό. Παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιείται για τη κατασκευή επίπλων, λευκών πινάκων, χρωμάτων, κολλών και χρωμάτων.

Λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς της σε άζωτο και του μικρού κόστους της, η μελαμίνη είχε προταθεί (δεκαετίες 1950 και 1960) ως δραστικό συστατικό αζωτούχων λιπασμάτων. Ωστόσο, η υδρόλυση της μελαμίνης είναι βραδεία και διαθέτει με βραδύ ρυθμό το άζωτο (ως αμμωνία) στα εδάφη και η εφαρμογή αυτή δεν είχε μέλλον.

Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, ως πηγή μη-πρωτεϊνικού αζώτου σε ζωοτροφές που προορίζονταν για τη διατροφή των αγελάδων και άλλων μηρυκαστικών , αν και δεν αποτελεί ικανοποιητικό υλικό λόγω της αργής υδρόλυσής της, σε σχέση με άλλα αζωτούχα υλικά (ουρία, σπόροι βάμβακος/βαμβακόπιτα).

Χρησιμοποιείται, επίσης, στα «ατσαλάκωτα» ρούχα, όπου τα υφάσματα διαβρέχονται με ρητίνες μελαμίνης, στις ταπετσαρίες και τις επιφάνειες εργασίας, στα χαρτονομίσματα, αλλά και στα υλικά πυρόσβεσης λόγω της επιβραδυντικής της ικανότητας. Σε στερεοποιημένη αφρώδη μορφή χρησιμοποιείται ως μέσο καθαρισμού για επιφάνειες οικιακής χρήσης. Επίσης, από μελαμίνη κατασκευάζονται και διάφορα οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούμε στη κουζίνα (πιάτα, φλιτζάνια, κουτάλια, αναδευτήρες κ.λπ.), με πιθανό τον κίνδυνο μεταφοράς ποσότητας φορμαλδεΰδης ή και μελαμίνης προς τη τροφή, όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή. Παρόμοιο πρόβλημα δημιουργείται και όταν έρθουν σε επαφή με ξίδι 3 %. Χρησιμοποιείται, επίσης, για τη συγκόλληση των διαφόρων μερών των επίπλων από μπαμπού.

Η μελαμίνη χρησιμοποιείται ως συστατικό στα έγχρωμα μελάνια και πλαστικά, ενώ παράγωγά της με αρσενικό αποτελούν ενδιαφέροντα φάρμακα για τη θεραπεία της Αφρικανικής τρυπανοσωμίασης. Ένα παράγωγο της μελαμίνης, η κυρομαζίνη, χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο (εντομοκτόνο, ακαριοκτόνο) και ως αντιπαρασιτικό κτηνιατρικό φάρμακο. Έχει θεωρηθεί, δε, ως μια πιθανή πηγή για την παρουσία της μελαμίνης σε διάφορα αγροτικά προϊόντα.

 

Τοξικολογικά δεδομένα

Μετά από πολλές μελέτες καρκινογόνου δραστικότητας σε πειραματόζωα, η Παγκόσμια Αρχή για την Έρευνα του Καρκίνου (International Agency for Research on Cancer, IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization, WHO) έχει κατατάξει τη μελαμίνη από άποψη καρκινογόνου δράσης στην Ομάδα 3, στην οποία περιλαμβάνονται ενώσεις που παρουσιάζουν ύποπτη καρκινογόνο δράση, αλλά μόνο σε πειραματόζωα ή καλλιέργειες κυττάρων.

Τα περισσότερα πειράματα τοξικότητας έχουν πραγματοποιηθεί σε ποντίκια και αρουραίους. Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν: δερματίτιδα, χρόνια φλεγμονή στους νεφρούς, ελκώδεις βλάβες στην ουροδόχο κύστη (επιθήλιο), ουρολιθίαση, καρκίνο της ουροδόχου κύστης (σε θηλυκούς αρουραίους).

Έκθεση του ανθρώπου για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις μελαμίνης προκαλεί ερεθισμό στα μάτια, τη μύτη και τον λαιμό, και ήπιο ερεθισμό στο δέρμα. Ωστόσο, αν η μελαμίνη προσληφθεί από τον οργανισμό (κατάποση, κατανάλωση τροφής με υψηλή συγκέντρωση μελαμίνης, έκθεση-εισπνοή στο εργασιακό περιβάλλον κ.λπ.) προκαλούνται φλεγμονές στους νεφρούς, στην ουροδόχο κύστη και στο δέρμα.

Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των Η.Π.Α. (Food and Drug Administration, FDA) έχει ορίσει (προσωρινά) ως Μέγιστη Ημερήσια Ανεκτή Πρόσληψη μελαμίνης (Tolerable Daily Intake, TDI) τα 0,63 mg ανά χιλιόγραμμο σωματικού βάρους. Η αντίστοιχη τιμή που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας των Τροφίμων (European Food Security Agency, EFSA) είναι 0,2 mg ανά χιλιόγραμμο σωματικού βάρους.

 

Νεφροτοξικότητα της μελαμίνης

Το σημαντικότερο πρόβλημα που δημιουργεί η συχνή λήψη ποσοτήτων μελαμίνης τόσο στον άνθρωπο, όσο και στα ζώα, αφορά τους νεφρούς. Η τοξικότητα στους νεφρούς οφείλεται στο σχηματισμό και συσσώρευση κρυστάλλων του συμπλέγματος κυανουρικού οξέος–μελαμίνης. Το κυανουρικό οξύ είτε υπάρχει ως πρόσμιξη της μελαμίνης είτε σχηματίζεται από την υδρόλυσή της και η ταυτόχρονη παρουσία του με τη μελαμίνη οδηγεί στο δυσδιάλυτο σύμπλεγμα κυανουρικού οξέος–μελαμίνης. Μάλιστα, η οξεία τοξικότητα της μελαμίνης και του κυανουρικού οξέος μεμονωμένα είναι περιορισμένη, ενώ η ταυτόχρονη λήψη των είναι καταστροφική για τους νεφρούς (συνεργιστική δράση).

 

Το διατροφικό σκάνδαλο προσθήκης μελαμίνης στο γάλα

Οι αρνητικές επιπτώσεις της μελαμίνης άρχισαν να εμφανίζονται το 2007 στις Η.Π.Α., όταν η παράνομη προσθήκη της σε ζωοτροφές που προορίζονταν για τα μικρά κατοικίδια ζώα με σκοπό την παραγωγή ζωοτροφής πολύ πιο πλούσιας σε πρωτεΐνη, οδήγησε στο θάνατο πολλά κατοικίδια ζώα. Μετά από συστηματικές αναλύσεις, ο FDA διαπίστωσε ότι η αιτία οφείλονταν στη παρουσία μελαμίνης στη γλουτένη σιτηρών. Πολλές από τις ζωοτροφές αποσύρθηκαν από την αγορά.

Ένα χρόνο μετά, ξέσπασε το σκάνδαλο με το βρεφικό γάλα στην Κίνα. Οι Κινέζοι, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερα κέρδη από την παραγωγή και πώληση του γάλακτος, το αραίωναν με νερό. Με τον τρόπο αυτό, όμως, μειωνόταν η περιεκτικότητα του γάλακτος σε άζωτο. Γεγονός που ανιχνευόταν πολύ εύκολα. Προκειμένου, λοιπόν, να αυξήσουν την περιεκτικότητα σε άζωτο γρήγορα και φθηνά, προσέθεταν σε αυτό μελαμίνη. Στο σκάνδαλο ενεπλάκησαν πολλές εταιρείες τροφίμων της χώρας και αποκαλύφθηκε μετά από τα πολλά κρούσματα ασθενειών σε μικρά παιδιά. Πολλά από τα παιδιά πέθαναν από βλάβες στη λειτουργία των νεφρών (νεφρική ανεπάρκεια), κυρίως μέσω σχηματισμού πέτρας στους νεφρούς (νεφρολιθίαση). Η σχηματιζόμενη πέτρα ήταν στην ουσία κρυσταλλικά συσσωματώματα κυανουρικής μελαμίνης.

Προϊόντα με μελαμίνη βρέθηκαν, επίσης, σε άλλες ασιατικές χώρες, στην Αυστραλία και σε ορισμένες ευρωπαϊκές που είχαν εισάγει διατροφικά προϊόντα από την Κίνα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, πλέον, ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα που παράγονται ή προέρχονται από την Κίνα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς εργαστηριακούς ελέγχους για την παρουσία μελαμίνης. Προϊόντα με επίπεδα μελαμίνης πάνω από 2,5 mg ανά χιλιόγραμμο πρέπει να καταστρέφονται αμέσως.

Αυτά συμβαίνουν στον πλανήτη Γη!

Ως πότε;

Πηγή : www.chem.uoa.gr