✓Οι κάτοικοι στο έλεος της ρύπανσης και του καιρού.
✓Οι καταγγελίες βροχή.. αλλά «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»
Μετά από επώνυμες καταγγελίες το ΠΑΚΟΕ στις 10/3/2021 προέβη σε μετρήσεις και δειγματοληψίες στην ευρύτερη περιοχή των Οινόφυτων και πραγματικά διαπίστωσε υπέρβαση των επιτρεπτών ορίων για την ποιότητα του αέρα και των νερών ανθρώπινης κατανάλωσης σε συγκεκριμένα δείγματα καθώς και υπέρβαση των ρυπαντών στον Ασωπό ποταμό, ο οποίος μεταφέρει υψηλό επικίνδυνο ρυπαντικό φορτίο μέχρι την εκβολή του στο Χαλκούτσι του Δήμου Ωρωπίων.
Όμως το πρόβλημα της ρύπανσης των υδροφόρων οριζόντων στην ευρύτερη περιοχή που ταλαιπωρεί εδώ και σαράντα χρόνια τον Δήμο Ωρωπίων ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την βιομηχανική ζώνη των Οινόφυτων, δέχεται όμως δυστυχώς αλόγιστα την ρύπανση απ’ αυτήν.
Οι επιτόπιες μετρήσεις και οι αναλύσεις στα πιστοποιημένα εργαστήρια του ΠΑΚΟΕ, έδειξαν αφενός ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση όπως δείχνουν οι πίνακες είναι κατά πολύ αυξημένη ιδιαίτερα στους πτητικούς υδρογονάνθρακες, τα αιωρούμενα σωματίδια και την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Από τους πίνακες που ακολουθούν παρατηρούμε τα παραπάνω. Αφετέρου στα δείγματα που πάρθηκαν από σπίτια και από τον Ασωπό δείχνουν όπως φαίνονται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας, στους συνημμένους πίνακες και στον χάρτη, ότι πολλές παραμέτρους όπως τα κολοβακτηρίδια, οι φυσικοχημικές παράμετροι και οι χημικές ξεπερνούν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια, ενώ ευτυχώς τα δείγματα για το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης, η ακαταλληλότητα τους δεν ξεπερνά το 15% των δειγμάτων με ανεκτό όριο του 10%.
Συνημμένα σας παραθέτουμε την επώνυμη καταγγελία όπου με αφορμή της πραγματοποιήσαμε την έρευνα και στην συνέχεια το ρεπορτάζ του υπεύθυνου δημοσιογράφου σε κατοίκους της περιοχής.
Το οδοιπορικό του ΠΑΚΟΕ στα Οινόφυτα και την άτυπη βιομηχανική ζώνη ανέδειξε τις πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι πολύ παραπάνω από τα επιτρεπτά όρια, κάτι που το διαπιστώσαμε από την πρώτη στιγμή. Αρκούσε να πάρουμε μια ανάσα για να καταλάβουμε πόσο βρώμικη είναι η ατμόσφαιρα.
Ο Ασωπός ποταμός έχει μετατραπεί σε μια περιοχή υποδοχής πάσης φύσεως απορριμμάτων με ποικίλους κινδύνους να εγκυμονούν και να απειλούν την υγεία των συνανθρώπων μας, οι οποίοι ασφυκτιούν. Τα τελματωμένα νερά του είναι εστία μόλυνσης, ο ποταμός έχει μετατραπεί σε χώρο υποδοχής πάσης φύσεως απορριμμάτων.
Όποιος ήθελε να ξεφορτωθεί το οτιδήποτε περιττό, απλά το έριχνε στον Ασωπό αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών του. Γύρω – γύρω πολλά εργοστάσια, που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα κι επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο το περιβάλλον.
«Έχουν περάσει τόσα χρόνια και η κατάσταση παραμένει η ίδια, μόνο χάρη στις κινητοποιήσεις των δημοτικών αρχών και των κατοίκων πετυχαίνουμε να μην επιβαρυνθεί και άλλο η κατάσταση. Βλέπετε και μόνοι σας τι γίνεται στον Ασωπό, εμείς καθαρά και μόνο με δικές μας πρωτοβουλίες προσπαθούμε να περιορίσουμε το κακό. όμως όσο δεν κινητοποιείται ο κρατικός μηχανισμός, όσο οι κυβερνητικοί φορείς δεν βλέπουν ή κάνουν πως δεν βλέπουν τη ρίζα του κακού, αυτό θα διογκώνεται. Εμείς ως πολίτες παίρνουμε κάποιες πρωτοβουλίες, συντονιζόμαστε και προβαίνουμε σε καθαρισμούς της περιοχής, αλλά τι να σου κάνει μια επιμέρους ατομική πρωτοβουλία. Μέσα σε λίγες ώρες τα σκουπίδια έχουν αυξηθεί» μας είπε ο Δημοσθένης Ταβλαρίδης, δημοτικός υπάλληλος και μόνιμος κάτοικος των Οινοφύτων .
«Τα χέρια μας μοιάζουν δεμένα, επιχειρούμε ένα βήμα μπροστά, αλλά συναντώντας τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία τελικά αναγκαζόμαστε να κάνουμε δύο βήματα πίσω. Αν το κράτος δεν υποχρεώσει τις βιομηχανίες να επεξεργάζονται οι ίδιες τα απόβλητά τους, τότε δεν πρόκειται να υπάρξει λύση. Κάποτε αντιδρούσαμε, τώρα όμως νιώθουμε ανήμποροι μπροστά και απλά υπομένουμε» τόνισε στο ΠΑΚΟΕ η Παρασκευή Ανδράλλα, ιδιοκτήτρια ενός μικρού σούπερ μάρκετ στην περιοχή.
«Εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ γεννήθηκα, το σπίτι που μένω το είχε χτίσει ο πατέρας μου. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα να φύγω, ακόμα και όταν διαπίστωνα πως η ατμόσφαιρα, το οξυγόνο που αναπνέαμε, χαλούσε. Το θέμα είναι τι θα γίνει με τους νέους ανθρώπους, πώς θα ζήσουν, πώς θα φτιάξουν τις οικογένειές τους σε αυτές τις συνθήκες» μας εξομολογήθηκε η κυρία Δήμητρα Ταβουλάρη, που επαγγέλλεται …γιαγιά.
Μπροστά μας πέρασε η δασκάλα Αμαλία Κοντούλη, η οποία έχοντας ένα κενό στη διδασκαλία με τηλεδιάσκεψη με τους μαθητές της, βρήκε την ευκαιρία να αθληθεί: «Ζω τα τελευταία δύο χρόνια στην περιοχή, μόλις πήρα την απόσπασή μου, έσπευσα να νοικιάσω ένα σπίτι. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω πως η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική και αυτό συμβαίνει όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή, μου έχει τύχει να δυσκολεύομαι ακόμα και να αναπνεύσω. Θα ήταν χρήσιμο να μας επισκεφθείτε σε συνθήκες καύσωνα για να καταλάβετε επακριβώς τα λεγόμενά μου. Οι βιομηχανίες λειτουργούν ανεξέλεγκτα, υποτίθεται πως οι ίδιες επεξεργάζονται τα σκουπίδια τους, αλλά κανείς δεν ξέρει με ποιον τρόπο. Για να είμαστε πάντως δίκαιοι, θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα δύο – τρία τελευταία χρόνια οι συνθήκες διαβίωσής μας κάπως έχουν βελτιωθεί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως μπορούν να θεωρηθούν ανθρώπινες».
Πιο επιθετικός ήταν επιχειρηματίας της περιοχής, ο οποίος δεν θέλησε να μας αποκαλύψει το όνομά του: «Εγώ έχω εδώ την επιχείρησή μου και όσο αντέχω, θα την κρατήσω, αλλά πραγματικά δεν ξέρω πόσο θα αντέξω και δεν εννοώ από οικονομικής απόψεως. Κάθε μέρα ξυπνώ και αγωνιώ το πώς θα γυρίσω το βράδυ στο σπίτι μου, πόσο θα πονάει το κεφάλι μου, πόσο θα ζαλίζομαι. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει, έτσι όπως πάμε, όμως, η νεολαία θα φύγει από την περιοχή και ο τόπος θα ερημώσει».
Φεύγοντας από τα Οινόφυτα και την άτυπη βιομηχανική ζώνη κατευθυνθήκαμε προς το Σχηματάρι, το θετικό είναι πως η ατμόσφαιρα και το περιβάλλον δεν είναι τόσο επιβαρυμένα όπως στα Οινόφυτα, σίγουρα αναπνεύσαμε πιο καθαρό αέρα όμως από την άλλη η ρύπανση υπάρχει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και τα συχνά δρομολόγια των τρένων, τα οποία διασχίζουν κατοικημένες περιοχές κι εκτός από τη συνεπαγόμενη μόλυνση, τρομάζουν τους κατοίκους –όσο πλέον και αν έχουν συνηθίσει- με τους εκκωφαντικούς θορύβους.
«Αν δεν υπήρχαν τα τρένα, θα ήμασταν μια χαρά» μας λέει η κυρία Αναστασία Κούντα, η οποία πότιζε την αυλή του σπιτιού της έχοντας την πιο όμορφη παρέα, τα δύο εγγόνια της. «Δεν είναι και ό,τι καλύτερο να ακούς κάθε τρεις και λίγο αυτό το διαπεραστικό τρίξιμο από τα φρένα ή το μπουμπουνητό που προκαλεί η κίνηση των βαγονιών, όμως τι να κάνουμε, όλα είναι μια συνήθεια. Τουλάχιστον η ατμόσφαιρα είναι σχετικά καθαρή, δεν φοβόμαστε να ρουφήξουμε τον αέρα» μας λέει γελώντας.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Στάθης Μαντέκας, ιδιωτικός υπάλληλος κι εργαζόμενος σε επιχείρηση του Σχηματαρίου: «Όπως θα παρατηρήσετε κι εσείς, δεν έχουμε θορύβους, η ατμόσφαιρα δεν είναι άσχημη, όμως τα τρένα μάς …τρομάζουν. Εμείς γνωρίζουμε τις ώρες των δρομολογίων και είμαστε προετοιμασμένοι, αλλά για φανταστείτε έναν επισκέπτη ή έναν περαστικό. Επίσης όταν τα σχολεία ήταν ανοικτά, δεν είναι και ό,τι καλύτερο για τους μαθητές και τους δασκάλους σε τακτά χρονικά διαστήματα να διακόπτουν τις όποιες δραστηριότητές τους μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος από τη διέλευση των τρένων. Τι να κάνουμε όμως, θα ζήσουμε και με αυτό».
Ο Πέτρος Καρανικόλας, ιδιοκτήτης περιπτέρου είναι πιο γλαφυρός στην περιγραφή του: «Όταν κοντά σου είναι τα χειρότερα, τότε μαθαίνεις να εκτιμάς αυτά που έχεις, ακόμα και αν δεν είναι τα καλύτερα. Πηγαίνω αρκετά συχνά προς τα Οινόφυτα και δεν σας το κρύβω πως η διαφορά είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Έχουμε κι εμείς εδώ τα προβλήματά μας, παραδείγματος χάριν όταν επικρατεί ζέστη, το επίπεδο της υγρασίας εκτοξεύεται και η ατμόσφαιρα γίνεται πολύ βαριά, όμως δεν πρέπει να παραπονούμαστε όταν τόσο κοντά μας η κατάσταση είναι πολύ πιο δυσάρεστη. Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα άντεχα με τη δουλειά που κάνω να βρίσκομαι τόσες ώρες στα Οινόφυτα».
Τελευταίος σταθμός του οδοιπορικού μας ήταν η Τανάγρα, που την πετύχαμε στη μεσημεριανή της …ραστώνη. Συναντήσαμε τον κύριο Πασχάλη Βενετίδη, ο οποίος απολάμβανε τον μεσημεριανό καφέ του στην αυλή του σπιτιού του. «Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, αναπνέουμε τον αέρα μας, δεν έχουμε τη βαβούρα της πόλης, όμως δεν είναι όλα ρόδινα. Έχοντας σε κοντινή απόσταση την αεροπορική βάση, οι θόρυβοι είναι διαπεραστικοί, τουλάχιστον μας αποζημιώνει η ηρεμία τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Εγώ ζούσα κι εργαζόμουν στην Αθήνα, μόλις συνταξιοδοτήθηκα, επέστρεψα στα πάτρια εδάφη. Μου πήρε καιρό να συνηθίσω τους έντονους θορύβους, αλλά τώρα είμαι μια χαρά».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η κυρία Βίκυ Καστάρα, που μόλις κλείδωνε το μαγαζί της, ένα κατάστημα ψιλικών: «Εμείς τηρούμε τις αποστάσεις ασφαλείας, άλλωστε δεν είμαστε και πολλοί. Όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, προσπαθώ να εξυπηρετώ τους συγχωριανούς μου και παράλληλα να τηρώ τα μέτρα. Δεν έχω παράπονο από τη ζωή μου στην Τανάγρα, αν δεν υπήρχαν και οι …αεροπορικές πτήσεις, θα ήταν ακόμα καλύτερα. όμως έχω μάθει στη ζωή μου, πριν ζητάω τα καλύτερα, να αναλογίζομαι και τα χειρότερα».