ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 465/ 18/12/2020

Μετά από καταγγελία που μας έγινε για μια πίτα με εμπορική ονομασία «Ροδούλα» παραθέτουμε την «ετικέτα» της και την κριτική για την επικινδυνότητά της.

«ΡΟΔΟΥΛΑ»  (προϊόντα ζύμης & γλυκού). Πατσαβουρόπιτα Νάξου (γραβιέρα και φέτα)

Η ετικέτα συμπεριλαμβάνει πρόσθετα τροφίμων

Συστατικά : αλεύρι: γλουτένη σίτου, ημικυτταρινάση. Βελτιωτικό αλεύρου : L – κυστείνη, Ένζυμα : α-αμυλάση. (Άρθρο 34.  Κώδικας Τροφίμων και Ποτών)

Χρωστική: βκαροτένιο, (Ε 160 α.   Άρθρο 35.  Κώδικας Τροφίμων και Ποτών Παράρτημα Ι. κατάλογος επιτρεπόμενων χρωστικών ουσιών τροφίμων.

Στα προαναφερόμενα άρθρα (34. 35) όντος συναντάμε τα συστατικά αυτά ως ουσίες που επιτρέπονται να χρησιμοποιηθούν ως πρόσθετα των αλεύρων και περιέχονται στο  κατάλογο επιτρεπόμενων χρωστικών ουσιών τροφίμων.

Αλλά, πως δικαιολογείται ή παρουσία της χρωστικής βκαροτένιο, (Ε 160 α)  στο συγκριμένο προϊόν,  εφόσον το αλεύρι και τα προϊόντα του  βρίσκονται στη λίστα του Παραρτήματος ΙΙ μαζί με τα τρόφιμα τα οποία δεν επιτρέπεται να περιέχουν  πρόσθετες χρωστικές ουσίες. (Άρθρο 35)

Περισσότερο ανησυχητικό είναι το «μπουκέτο»  χρησιμοποιούμενων λαδιών.

Αναγράφονται  φυτικά λίπη με το πρώτο και καλό το φοινικέλαιο, φυτικά έλαια όπως βαμβακέλαιο ή ηλιέλαιο ή αραβοσιτέλαιο ή ακόμα καλύτερο κραμβέλαιο   σε μεταβαλλόμενες αναλογίες χωρίς αυτές να προσδιορίζονται. Στο  Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο αναλογεί το 2%.   

Το φοινικέλαιο είναι ένα είδος φυτικού ελαίου που εξάγεται από τον καρπό του φοινικόδεντρου Elaeis guineensis. Παράγεται κυρίως στην Ασία, την Αφρική και την Νότια Αμερική. Το 85% του φοινικέλαιου παγκοσμίως παράγεται και εξάγεται από την Ινδονησία και την Μαλαισία. Όσο μικρότερο είναι το κόστος της παραγωγής του, λόγο μεγάλης  αποδοτικότητα καλλιέργειές  (αυτός βέβαια είναι και ο κύριος λόγος που χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων), τόσο μεγαλύτερη είναι η ταυτόχρονη καταστροφή σημαντικών εκτάσεων τροπικού δάσους.

Το φοινικέλαιο χρησιμοποιείται στην υγρή του μορφή ή με την μορφή μαργαρίνης, τόσο στο μαγείρεμα και το τηγάνισμα (στα προπαρασκευασμένα τρόφιμα ή στη μαζική εστίαση) όσο και στη ζαχαροπλαστική. Το συναντάμε στο 50% περίπου των τυποποιημένων τροφίμων που πωλούνται στο super market, όπως στα μπισκότα, τις σοκολάτες, στα κρουασάν και τα τυποποιημένα γλυκίσματα, στα παγωτά, αλλά και σε πολλά τυποποιημένα αρτοσκευάσματα (ψωμί του τοστ, κράκερ, κριτσίνια, δημητριακά, ζύμες κ.λπ.).

Η περιεκτικότητα των τροφίμων αυτών σε φοινικέλαιο διαφέρει, ενώ σε κάθε ένα από αυτά προσδίδει κάποιο ιδιαίτερο οργανοληπτικό χαρακτηριστικό. Στα αρτοποιήματα χρησιμοποιείται κυρίως γιατί είναι στέρεο σε θερμοκρασία δωματίου, δίνει άρωμα βουτύρου και ωραίο αποτέλεσμα στο ψήσιμο. Επιπλέον επιμηκύνει την διάρκεια ζωής του προϊόντος. Στη βιομηχανία τροφίμων για να έχουν αντίστοιχα οφέλη με κάποιο άλλο φυτικό έλαιο χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο κόστος και επεξεργασία.

Πολλές φορές δεν είναι ξεκάθαρη η χρήση του φοινικέλαιου στις ετικέτες τροφίμων. Συχνά αναγράφεται ο όρος ‘φυτικά έλαια’ ή ‘φυτικά λίπη’, χωρίς να αναφέρονται αναλυτικά ποια είναι αυτά. Σε άλλες περιπτώσεις δίπλα στους παραπάνω όρους, αναφέρονται σε παρένθεση τα φυτικά λίπη (π.χ. ηλιέλαιο, κραμβέλαιο, φοινικέλαιο κ.λπ), χωρίς εντούτοις να αναγράφεται το ποσοστό της περιεκτικότητας του καθενός.

Τα φυτικά έλαια περιέχουν ένα μείγμα κορεσμένων, μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Στα περισσότερα από αυτά, τα κορεσμένα λιπαρά (επιβλαβή για την υγεία) βρίσκονται σε πολύ μικρό ποσοστό, ενώ τα ακόρεστα (μονο- και πολυακόρεστα) υπερτερούν. Στο φοινικέλαιο όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διατροφής, η σύνθεση του φοινικελαίου, ενώ είναι φυτικό λίπος, μοιάζει περισσότερο με σύσταση σε λιπαρά παρόμοια με τα ζωικά λίπη. καθώς περιέχει κορεσμένο λίπος σε ποσοστό περίπου 48% και υψηλό ποσοστό (37%) του μονοακόρεστου ελαϊκού οξέους.

Οι υποστηρικτές της χρήσης του φοινικέλαιου τεκμηριώνουν την άποψη τους με το εξής 

Το φοινικέλαιο, αν και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά, δεν αυξάνει τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης (LDL), χωρίς όμως να εξετάζονται οι συνολικές επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή λειτουργία. Παρουσιάζει ακόμη υψηλό ποσοστό και από το μονοακόρεστο  ελαϊκό οξύ. Είναι γνωστό ότι τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν ευεργετική επίδραση στη λειτουργία της καρδιάς και οι λαοί που καταναλώνουν υψηλές ποσότητες μονοακόρεστων λιπαρών οξέων έχουν χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας από καρδιοπάθειες. Επίσης, το φοινικέλαιο περιέχει αντιοξειδωτικά καροτενοειδή, όπως το α και β-καροτένιο, το λυκοπένιο και τουλάχιστον άλλα 10 ακόμα καροτένια, τοκοφερόλες, τοκοτριενόλες, βιταμίνη Ε και συνένζυμο Q.

Από την άλλη οι έγκριτοι επιστημονικοί φορείς της Ευρώπης και των ΗΠΑ, τονίζουν ότι η υπερβολική πρόσληψη παλμιτικού οξέος, που είναι το βασικό κορεσμένο λίπος στο φοινικέλαιο, συμβάλλει στην εμφάνιση καρδιοπαθειών. Για το λόγο αυτό, αρκετές διεθνείς υγειονομικές αρχές πιέζουν για τη μείωση της κατανάλωσης φοινικέλαιου, υποστηρίζοντας πως υπάρχουν πειστικά στοιχεία για τον ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπαθειών. Μάλιστα, θεωρείται ότι το φοινικέλαιο δεν είναι ένα ασφαλές υποκατάστατο για τα τρανς λιπαρά (μερικώς υδρογονωμένα λίπη) που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων καθώς έχει την ίδια επιβλαβή επίδραση στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης και της απολιποπρωτεΐνης Β.

Το φοινικέλαιο μπορεί να καταναλωθεί είτε στη φυσική, φρέσκια μορφή του, είτε μετά από διάφορα στάδια θερμικής επεξεργασίας για την παρασκευή διαφόρων προϊόντων, δηλαδή στην οξειδωμένη του μορφή. Διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η επεξεργασία του φοινικελαίου σε υψηλή θερμοκρασία (περίπου 200C), μια συνηθισμένη πρακτική κατά την παρασκευή επεξεργασμένων τροφίμων, οδηγεί στην παραγωγή διαφόρων γλυκερο-ενώσεων με πολλές πιθανές αρνητικές επιδράσεις σε φυσιολογικές και βιοχημικές λειτουργίες στο σώμα μας. Το οξειδωμένο φοινικέλαιο επιδρά αρνητικά στο λιπιδαιμικό προφίλ και παράγει τοξικές ουσίες σε διάφορα όργανα όπως νεφρά, καρδιά και ήπαρ. Το φοινικέλαιο θερμαίνεται για την απομάκρυνση της χαρακτηριστικής μυρωδιάς του και του σκούρου πορτοκαλί χρώματός του.

 Πολλοί διεθνείς οργανισμοί αλλά και υγειονομικές αρχές πιέζουν πλέον για την μείωση της κατανάλωσης οξειδωμένου φοινικέλαιου και του βαθμού οξείδωσής του στα διάφορα στάδια παρασκευής των τυποποιημένων, προπαρασκευασμένων προϊόντων. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Τροφίμων (EFSA) έχει εκφράσει ανησυχία για πιθανές αρνητικές επιδράσεις στην υγεία των νέων με μια μέση έκθεση σε γλυκερο –ενώσεις και όλου του πληθυσμού με υψηλή έκθεση σε γλυκερο- ενώσεις.

Τον Μάιο του 2016, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) δημοσίευσε μια έρευνα με την οποία ενημέρωνε ότι προσμείξεις στο φοινικέλαιο εγείρουν πιθανές ανησυχίες για την υγεία σε όλους τους τομείς. Το επιστημονικό πάνελ της EFSA διαπίστωσε ότι ο κύριος κίνδυνος για καρκίνο αφορά τα τους γλυκιδυλεστέρες (είδος λιπαρών οξέων) που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τροφίμων, ή όταν το φοινικέλαιο διυλίζεται σε θερμοκρασίες πάνω από 200 °C.

Ωστόσο, αν και αναγνωρίζονται τα οφέλη που μπορεί το φοινικέλαιο να έχει για την υγεία, εντούτοις είναι δεδομένο ότι στον καταναλωτή δύσκολα φτάνει φοινικέλαιο που δεν έχει υποστεί έντονη επεξεργασία. Αποτέλεσμα της επεξεργασίας είναι η απώλεια πολλών από τα θρεπτικά συστατικά που ενυπάρχουν φυσιολογικά στο έλαιο ενώ επιβαρύνεται και η διαδικασία της πέψης του. Άλλωστε, το φοινικέλαιο δεν πρέπει να επαναχρησιμοποιείται μετά από ένα τηγάνισμα, καθώς έχει βρεθεί ότι υπάρχει απώλεια των καροτενοειδών του σε ποσοστό άνω του 70%.

Κραμβέλαιο.  Θα το συναντήσετε με τα ονόματα κραμβέλαιο, λάδι ελαιοκράμβης, λάδι κανόλα, canola oil, rapeseed oil, LEAR oil. Τόσες πολλές ονομασίες για ένα τόσο αμφιλεγόμενο λάδι, όσο και η σόγια.

Το κραμβέλαιο προέρχεται από τους σπόρους ενός τύπου ελαιοκράμβης, οι δύο βασικές ποικιλίες είναι η Brassica Napus και η Brassica Rapa και ανήκουν στη φυτική οικογένεια Brassicaceae. Στην ίδια οικογένεια ανήκει το μπρόκολο, το κουνουπίδι, το λάχανο και ο σιναπόσπορος (μουστάρδα). Το φυτό ευδοκιμεί σε εύκρατα κλίματα φτάνει μέχρι 2 μέτρα σε ύψος και παράγει όμορφα κίτρινα άνθη. Οι σπόροι του φυτού χρησιμοποιούνται στη παραγωγή ενός βρώσιμου ασφαλούς (κι όχι ωφέλιμου) λαδιού, το οποίο παράλληλα είναι κατάλληλο για τη παραγωγή βιοκαυσίμου (biodiesel). Δηλαδή το βιοντίζελ και το λάδι στο φαγητό του ανθρώπου, είναι ίδιο.

Το κραμβέλαιο χρησιμοποιήθηκε για εκατοντάδες χρόνια στις λάμπες φωτισμού σε Ασία και Ευρώπη και ήταν γνωστό στους Ινδιάνους της Αμερικής. Η χρήση του ήταν σχετικά περιορισμένη μέχρι την ανακάλυψη της ενέργειας του ατμού, οπότε οι μηχανικοί της εποχής ανακάλυψαν πως το κραμβέλαιο υπερείχε σε λιπαντικές ιδιότητες πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες από τα υπόλοιπα λάδια. Με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ζήτηση του λαδιού, ως μέσο λίπανσης, εκτοξεύθηκε στα ύψη λόγω της αύξησης του αριθμού των πολεμικών και εμπορικών πλοίων που κινούνταν με ατμό. Όταν η εξέλιξη του Πολέμου και τα embargo μπλόκαραν τις πηγές κραμβελαίου στην Ευρώπη και την Ασία, δημιουργήθηκε επικίνδυνη στρατηγική έλλειψη και επέτρεψε στον Καναδά να αδράξει την ευκαιρία και να υπερδιπλασιάσει τη παραγωγή του.

Μετά τον Πόλεμο η ζήτηση του μειώθηκε και οι αγρότες έψαχναν νέους τρόπους χρήσης του φυτού και του ελαίου. Στην αγορά τροφίμων εμφανίστηκε το 1956, αλλά είχε μερικά χαρακτηριστικά που δε το βοηθούσαν να διαδοθεί ως μαγειρικό λάδι. Είχε χαρακτηριστική και έντονη γεύση, έντονο πράσινο χρώμα, λόγω της έντονης παρουσίας χλωροφύλλης και μεγάλη συγκέντρωση ερουκικού (ή ερουσικού) οξέος και γλυκοσιδών. Έρευνες και πειράματα σε ζώα έδειξαν πως η κατανάλωση ερουκικού οξέος σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί βλάβες στο καρδιαγγειακό σύστημα.

Θεωρείται από τα  ένα πολύ αποτελεσματικό εντομοκτόνο το κραμβέλαιο κι αποτελεί συστατικό σε πολλά «βιολογικά» εντομοκτόνα. Τα έντομα το αποφεύγουν και τα ζώα δε το τρώνε. Μήπως αυτό πρέπει να μας  ενδιαφέρει περισσότερο από την χρυσοπληρωμένη προπαγάνδα των αγορών;

Βέβαια το βασικότερο πρόβλημα του κραμβελαίου είναι ότι είναι ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟ, με μεγάλη περιεκτικότητα σε trans λιπαρά, που δημιουργούνται από την επεξεργασία του σε υψηλές θερμοκρασίες και που συνδέονται άμεσα με την εκδήλωση καρκίνου. Μήπως να βάζατε στην διατροφή σας ορυκτέλαιο; Ρητορική κι ετούτη η ερώτηση.

Πολλά τυποποιημένα «σνάκ», ζαχαρώδη, γλυκίσματα και αναψυκτικά, που κυκλοφορούν σήμερα στο εμπόριο, περιέχουν μεγάλο αριθμό πρόσθετων  ουσιών.  

 

Με τον όρο «πρόσθετα» τροφίμων χαρακτηρίζονται ουσίες που προστίθενται σε τροφές, συνηθέστερα σε έτοιμες προς κατανάλωση, καθώς και σε ποτά, αναψυκτικά, και  χρησιμοποιούνται για διάφορους λόγους, όπως είναι ησυντήρηση, η γλύκανση ,η τροποποίηση του χρώματος, της γεύσης, της υφής κ.τ.λ. της τροφής.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «πρόσθετο» τροφίμων είναι «κάθε ουσία που συνήθως δεν καταναλώνεται αυτή καθ’ εαυτή ως τρόφιμο και δεν χρησιμοποιείται συνήθως ως χαρακτηριστικό συστατικό τροφίμων, είτε έχει θρεπτική αξία είτε όχι, και της οποίας η σκόπιμη προσθήκη στο τρόφιμο για ένα τεχνολογικό σκοπό κατά την παρασκευή, τη μεταποίηση, την προετοιμασία, την επεξεργασία, τη συσκευασία, τη μεταφορά ή την αποθήκευση αυτού του τροφίμου έχει ως αποτέλεσμα, ή αναμένεται εύλογα να έχει ως αποτέλεσμα, ότι η ουσία ή παράγωγα αυτής καθίστανται άμεσα ή έμμεσα συστατικό αυτών των τροφίμων».

Τα πρόσθετα τροφίμων διακρίνονται, ανάλογα με την προέλευσή τους, σε φυσικά πρόσθετα και σε συνθετικά πρόσθετακαι σύμφωνα με την νομοθεσία της ΕΕ κατατάσσονται σε 26 «τεχνολογικούς σκοπούς»,όπως:

Χρωστικές: προσθέτουν ή αποκαθιστούν το χρώμα ενός τροφίμου που έχει χαθεί κατά την επεξεργασία του.

Συντηρητικά: παρατείνουν το χρόνο διατήρησης των τροφίμων προστατεύοντάς τα από τις αλλοιώσεις που προκαλούνται από τους μικροοργανισμούς.

Αντιοξειδωτικά: παρατείνουν το χρόνο διατήρησης των τροφίμων προστατεύοντάς τα από τις αλλοιώσεις που προκαλούνται από την οξείδωση (όπως το τάγγισμα των λιπών και οι μεταβολές χρώματος).

Φορείς: χρησιμοποιούνται για τη διάλυση, την αραίωση, τη διασπορά ή άλλη φυσική τροποποίηση προσθέτου τροφίμων χωρίς να μεταβάλλουν τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του (και χωρίς να ασκούν οι ίδιοι τεχνολογικές επιδράσεις) προκειμένου να διευκολύνουν το χειρισμό, την εφαρμογή ή τη χρήση του.

Γαλακτωματοποιητές: επιτρέπουν το σχηματισμό ή τη διατήρηση ομοιογενούς μείγματος δύο ή περισσοτέρων μη μειγνυόμενων φάσεων, όπως το λάδι και το νερό, σε τρόφιμο. Γαλακτωματοποιητικάάλατα: μετατρέπουν τις πρωτεΐνες που περιέχονται στο τυρί σε διασπαρμένη μορφή και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιφέρουν ομοιογενή κατανομή των λιπών και των άλλων συστατικών.

Πυκνωτικά μέσα: αυξάνουν το ιξώδες ενός τροφίμου.

Πηκτωματογόνοιπαράγοντες: προσδίδουν σε ένα τρόφιμο υφή μέσω του σχηματισμού ενός πηκτώματος.

Σταθεροποιητές: επιτρέπουν τη διατήρηση της φυσικο-χημικής κατάστασης ενός τροφίμου, δηλαδή επιτρέπουν τη διατήρηση της ομοιογενούς διασποράς δύο ή περισσότερων μη μειγνυόμενων ουσιών σε ένα τρόφιμο. Περιλαμβάνουν επίσης ουσίες που σταθεροποιούν, συντηρούν ή εντείνουν το υπάρχον χρώμα ενός τροφίμου.

Ενισχυτικά γεύσης: ενισχύουν την υπάρχουσα γεύση ή / και οσμή του τροφίμου.

Οξέα: αυξάνουν την οξύτητα των τροφίμων ή / και τους προσδίδουν όξινη γεύση.

Ρυθμιστές οξύτητας: μεταβάλλουν ή ελέγχουν την οξύτητα ή την αλκαλικότητα του τροφίμου.

Αντισυσσωματοποιητικοί παράγοντες: μειώνουν την τάση μεμονωμένων σωματιδίων του τροφίμου να προσκολλώνται μεταξύ τους.

Τροποποιημένα άμυλα: λαμβάνονται με μία ή περισσότερες χημικές επεξεργασίες βρώσιμων αμύλων, μπορεί να έχουν υποστεί φυσική ή ενζυματική επεξεργασία, και μπορούν να έχουν υποστεί όξινη ή αλκαλική αραίωση ή λεύκανση.

Γλυκαντικά: χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν γλυκιά γεύση στα τρόφιμα ή ως επιτραπέζια γλυκαντικά. Η χρήση γλυκαντικών υλών αντί της ζάχαρης είναι δικαιολογημένη για την παραγωγή τροφίμων μειωμένων θερμίδων, τροφίμων που δεν προκαλούν τερηδόνα ή τροφίμων χωρίς προσθήκη ζάχαρης για την παράταση του χρόνου διατήρησης χάρις στην αντικατάσταση της ζάχαρης, καθώς και για την παραγωγή διαιτητικών προϊόντων.

Διογκωτικάαρτοποιΐας: αυξάνουν τον όγκο της ζύμης ή του παναρίσματος ελευθερώνοντας αέριο.

Αντιαφριστικοί παράγοντες: προλαμβάνουν ή περιορίζουν το σχηματισμό αφρού. Αφριστικοί παράγοντες: επιτρέπουν την ομοιογενή διασπορά αερίου φάσεως σε υγρό ή στερεό τρόφιμο.

Υλικά για γλασάρισμα (συμπεριλαμβανομένων των λιπαντικών μέσων) προσδίδουν στιλπνότητα ή παρέχουν προστατευτική επικάλυψη, τοποθετούμενα στην εξωτερική επιφάνεια του τροφίμου.

Βελτιωτικό αλεύρων: προστίθενται στο αλεύρι ή στη ζύμη προκειμένου να βελτιώσουν την αρτοποιητική ικανότητά τους.

Σκληρυντικοί παράγοντες: καθιστούν ή διατηρούν τους ιστούς των φρούτων ή των λαχανικών σκληρούς ή τραγανούς, ή αλληλεπιδρούν με τους πηκτωματογόνους παράγοντες για την παρασκευή ή την ενίσχυση πηκτώματος.

Υγροσκοπικά μέσα: αποτρέπουν τη ξήρανση των τροφίμων ή προάγουν τη διάλυση μιας σκόνης σε υδατικό μέσο.

Συμπλοκοποιητές: σχηματίζουν χημικά σύμπλοκα με μεταλλικά ιόντα.

Διογκωτικοί παράγοντες: συμβάλλουν στη διόγκωση τροφίμου χωρίς να συμβάλλουν σημαντικά στη διαθέσιμη ενεργειακή αξία του.

Αέρια συσκευασίας: τα αέρια, πλην του αέρα, τα οποία εισάγονται σε περιέκτη πριν, κατά ή μετά την τοποθέτηση τροφίμου στον εν λόγω περιέκτη.

Προωστικοί παράγοντες: τα αέρια, πλην του αέρα, τα οποία προκαλούν την αποβολή τροφίμου από περιέκτη.

Η παραπάνω κατάταξη ομαδοποιεί τα πρόσθετα τροφίμων σε κατηγορίες σύμφωνα με την κύρια λειτουργία τους. Ωστόσο η κατάταξη ενός πρόσθετου σε συγκεκριμένη κατηγορία δεν αποκλείει τη χρησιμοποίησή του και σε άλλες λειτουργίες.

Σε κάθε πρόσθετο αντιστοιχεί ένας τριψήφιος ή τετραψήφιος αριθμός. Πριν από τον αριθμό υπάρχει η ένδειξη Ε που δηλώνει ότι έχει εγκριθεί η κυκλοφορία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Χρησιμοποιώντας τον κωδικό αριθμό δεν συγχέονται τα πρόσθετα που έχουν περισσότερα από ένα ονόματα, ή παρόμοια ονόματα. Επίσης εξοικονομείται χώρος κατά την επισήμανση του τροφίμου.
Οι αριθμοί Ε, με τους οποίους κωδικοποιούνται και ονοματίζονται αυτές οι ουσίες, είναι ορισμοί σύντομης μορφής και αναφέρονται συνήθως στις ετικέτες συσκευασίας των τροφίμων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το διεθνές σχέδιο αρίθμησης ονομάζεται Codex Alimentarius («Κώδικας Τροφίμων» στα λατινικά) και τηρείται από την ομώνυμη επιτροπή. Μόνο ένα υποσύνολο του Codex Alimentarius εγκρίνεται για χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αριθμοί Ε απαντώνται επίσης σε ετικέτες συσκευασίας τροφίμων και σε άλλες περιοχές, εκτός Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.

Κατά την αξιολόγηση ενός προσθέτου τροφίμων εκτός

  • την εξέταση των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, για το αν ή δεν παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία των καταναλωτών, στο επίπεδο της προτεινόμενης χρήσης,
  • την εύλογη τεχνολογική ανάγκη που δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο μέσο και δεν παραπλανά αλλά προσφέρει οφέλη στον καταναλωτή,

εξετάζονται και άλλοι σχετικοί παράγοντες, όπως η δεοντολογία, οι παραδόσεις, το περιβάλλον κ.λπ.


Η ασφάλεια όλων των προσθέτων τροφίμων, των οποίων η χρήση επιτρέπεται σήμερα, έχουν αξιολογηθεί από την επιστημονική επιτροπή για τα τρόφιμα (SCF) ή από την ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA). Ο κατάλογος της ΕΕ περιλαμβάνει μόνο πρόσθετα των οποίων οι προτεινόμενες χρήσεις θεωρούνται ασφαλείς. Ανάλογα με τη γνωμοδότηση της EFSA, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει την επανεξέταση των τρεχόντων όρων χρήσης των προσθέτων και αν χρειαστεί την αφαίρεση ενός προσθέτου από τον κατάλογο.

Όταν η EFSA αξιολογεί την πιθανή έκθεση σ’ ένα πρόσθετο τροφίμων, εξετάζει το ανώτατο επίπεδο που ζητείται να προστεθεί στα διάφορα τρόφιμα. Επιπλέον, η EFSA θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες των τροφίμων αυτών καταναλώνονται σε καθημερινή βάση. Μόνο όταν αυτή η εκτιμώμενη έκθεση μέσω των διαφορετικών τροφίμων παραμένει κάτω από το επίπεδο της αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης, η EFSA κρίνει ότι η προτεινόμενη χρήση μιας ουσίας είναι ασφαλής. Εάν υπάρχει υπέρβαση της αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον περιορισμό της χρήσης του προσθέτου ή την απόρριψη της έγκρισής του. Επομένως, η παρουσία προσθέτων τροφίμων πρέπει να θεωρείται ασφαλής, ακόμη και αν οι καταναλωτές τρώνε μεγάλες ποσότητες τροφίμων στα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί πρόσθετα στο ανώτατο επιτρεπτό επίπεδο.

Ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος επαναξιολόγησης έως τώρα έχει επανεξεταστεί η χρήση τριών χρωστικών τροφίμων, επειδή η EFSA μείωσε το επίπεδο της αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης (ADI) και έκρινε ότι η έκθεση του ανθρώπου στις χρωστικές αυτές είναι πιθανόν πολύ υψηλή. Επομένως, τα ανώτατα επίπεδα για τη χρήση των χρωστικών αυτών στα τρόφιμα θα μειωθούν στις αρχές του 2022. Πρόκειται για το κίτρινο κινολίνης (Ε 104), το κίτρινο sunset (E 110) και το πονσώ 4R (E 124).

Και όμως παραμένει αμείωτο το ζήτημα,  κατά πόσο  ασφαλής είναι  τα πρόσθετα τροφίμων;

Τα πρόσθετα τροφίμων είναι ένα ζήτημα που προκαλεί ανησυχίες και όχι μόνο στους επιστημονικούς κύκλους,  για την υγεία εδώ και πολλά χρόνια.

Κυκλοφορούν δημοσιεύματα που ενοχοποιούν, κατά καιρούς, συγκεκριμένα πρόσθετα τροφίμων για σοβαρές επιπτώσεις στη συμπεριφορά, την πνευματική κατάσταση και την υγεία των καταναλωτών, σύνδεση με διαταραχές όπως αλλεργίεςνευρολογικές και εντερικές  διαταραχές,  καρδιακές παθήσεις και αρθρίτιδα έχουν κατηγορηθεί ακόμη και για την εμφάνιση καρκίνου. 

Υπάρχουν έρευνες που δεν επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους. Περιπτώσεις αλλεργικών ή άλλων αντιδράσεων, θεωρούν, σε πρόσθετα παρατηρούνται στο ίδιο ποσοστό με την πρόσληψη τροφών χωρίς πρόσθετα, όπως οι ξηροί καρποί και τα θαλασσινά. Υπάρχουν πρόσθετα, όπως τα αντιοξειδωτικά, τα οποία θεωρείται ότι μπορεί να προστατεύουν από τον καρκίνο.

Ένα πρόσθετο μπορεί να επιτρέπεται υπό καθορισμένη ποσότητα σε ένα τρόφιμο, σε διαφορετική ποσότητα σε άλλο, ή και ακόμη να απαγορεύεται πλήρως η προσθήκη του σε ένα τρίτο. Καθίσταται, έτσι, εμφανής η μεγάλη δυσκολία προσδιορισμού της επικινδυνότητας αυτών των ουσιών, τόσο κατά ποσότητα, όσο και κατά το είδος επί των τροφίμων.

 Στην Ελλάδα οι προδιαγραφές για τη χρήση των προσθέτων καθορίζονται από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών που εκδίδει το Γενικό Χημείο του Κράτους και είναι εναρμονισμένες με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Θα εκμεταλλευτούμε αυτό το γεγονός για μια εξερεύνηση. Συγκεκριμένα στην παρούσα μελέτη αναλύθηκαν τα συστατικά των πρόσθετων τροφίμων που αναγράφονται στην ετικέτα της συσκευασίας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΚΟΕ