Το ΠΑΚΟΕ χρόνια τώρα έχει ασχοληθεί με τα θαλασσινά ύστερα από καταγγελίες για δηλητηριάσεις και άλλα συμπτώματα εξαιτίας μολυσμένων και ρυπασμένων θαλασσινών από μικρόβια και βαρέα μέταλλα ιδιαίτερα υδράργυρο, μόλυβδο και νικέλιο. Για αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και μην ξεχνάτε. Πάντοτε ρωτάμε την προέλευσή τους που πρέπει να αναγράφεται απαραίτητα.
Τα θαλασσινά αποτελούν μια εξαιρετική πηγή άπαχης, εύπεπτης και υψηλής βιολογικής αξίας πρωτεΐνης. Η κατανάλωση 100γρ. θαλασσινών μπορεί να προσδώσει στον οργανισμό ενός ενήλικα σχεδόν τη μισή ποσότητα από την ημερήσια ανάγκη του σε πρωτεϊνη με ταυτόχρονη παροχή μόνο 200 θερμίδων. Τα θαλασσινά έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και αλάτι και αποτελούν πλούσια πηγή πολλών απαραίτητων βιταμινών και μετάλλων. Επίσης θεωρούνται μια από τις λίγες διατροφικές πηγές Ω-3 λιπαρών οξέων με οφέλη για την υγεία όπως την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού. Σε σύγκριση με τα λίπη του κόκκινου κρέατος, των πουλερικών και των αβγών πρέπει να προτιμούνται τα έλαια των θαλασσινών προκειμένου να μην παρατηρείται αύξηση των λιπιδίων του αίματος, αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, αύξηση του κινδύνου για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και για ορισμένες μορφές καρκίνου.
Η κατανάλωση θαλασσινών προστατεύει από όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης και από αύξηση του σωματικού βάρους και από εμφάνιση υπέρτασης. Τα κύρια Ω-3 λιπαρά οξέα των θαλασσινών είναι το EPA και το DHA και μπορεί να τα βρει κανείς στο σολομό, στις σαρδέλες, στο σκουμπρί, στη ρέγκα και στην πέστροφα. Αυτά τα Ω-3 μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων (που αποτελούν παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου) στο αίμα και να επιβραδύνουν τα ρυθμό ανάπτυξης της αθηρωματικής πλάκας. Καταναλώνοντας δύο μερίδες (περίπου 225γρ.) θαλασσινών εβδομαδιαίως μπορεί κάποιος να προσλάβει κατά μέσο όρο ημερησίως 250 χιλιοστόγραμμα EPA και DHA που έχουν φανεί πως μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Επιπλέον, κατά την εγκυμοσύνη, παίζουν σημαντικό ρόλο καθώς μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της όρασης και του εγκεφάλου των νεογνών.
Τα θαλασσινά περιέχουν βιταμίνες και μέταλλα όπως η νιασίνη, η Β6, η θειαμίνη, η ριβοφλαβίνη, ο ψευδάργυρος, ο φώσφορος, το μαγνήσιο, ο σίδηρος, ο χαλκός, το κάλιο και το σελήνιο. Επιπροσθέτως περιέχουν βιταμίνη D και βιταμίνη Α, ενώ τα ψάρια με κόκαλα, όπως οι σαρδέλες και ο σολομός, αποτελούν καλές πηγές ασβεστίου. Τα ψάρια αποτελούν επίσης καλή πηγή ιωδίου.
Τα θαλασσινά ιχθυοτροφείου μπορεί να περιέχουν ίσες ή μεγαλύτερες ποσότητες Ω-3 λιπαρών οξέων σε σχέση με τα αντίστοιχα «άγρια είδη». Αυτό εξαρτάται από τη σύσταση της διατροφής με την οποία εκτρέφονται. Συνήθως τρέφονται με διατροφή πλούσια σε EPA και DHA ώστε το διατροφικό τους προφίλ να είναι παρόμοιο με αυτό των «άγριων μορφών».
Σε ομάδες καταναλωτών που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο τροφογενούς δηλητηρίασης θα πρέπει να αποφεύγονται τα αμαγείρευτα ή μερικώς μαγειρεμένα θαλασσινά. Τέτοιες ομάδες είναι οι εγκυμονούσες γυναίκες, τα μικρά παιδιά, τα άτομα της τρίτης ηλικίας, τα άτομα με μειωμένη έκκριση γαστρικών ειδών και οι ανοσοκατεσταλμένοι. Ένας κίνδυνος ακόμη μπορεί να προέλθει από τα κατεψυγμένα θαλασσινά στα οποία συναντάται το βακτήριο της λιστέριας.
Ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθούν δηλητηριάσεις από θαλασσινά είναι να μαγειρεύονται ενδελεχώς. Τα βαρέα μέταλλα βρίσκονται σε μικρές ποσότητες στα θαλασσινά και άρα δεν συντρέχει σοβαρός λόγος ανησυχίας. Τα θαλασσινά του ιχθυοτροφείου περιέχουν ακόμα μικρότερες ποσότητες περιβαλλοντικών μετρήσεων.