Τα περισσότερα παραδοσιακά κρεοπωλεία, περίπου το 60% από αυτά, βρίσκονται σε περιοχές όπου διαμένουν κάτοικοι με μεσαία εισοδήματα, το 24% σε περιοχές με χαμηλά εισοδήματα και μόλις το 16% σε περιοχές με υψηλά εισοδήματα, γεγονός βέβαια που σχετίζεται με τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων των περιοχών αυτών.

Η αγορά της Θεσσαλονίκης στα παραδοσιακά λουκάνικα είναι αρκετά καλή με περιθώρια πάντα βελτίωσης, ενώ τα παραδοσιακά κρεοπωλεία που τα παράγουν και τα πωλούν παρέχουν υψηλού επιπέδου εξυπηρέτηση σε ποσοστό 52%. Στο 16% είναι το ποσοστό των κρεοπωλείων που παράγουν χωριάτικα λουκάνικα και δεν παρέχουν φιλική εξυπηρέτηση. Όσον αφορά την καθαριότητα και την υγιεινή, τα περισσότερα καταστήματα, σε ποσοστό 76% και 64% αντίστοιχα τηρούν υψηλές προδιαγραφές. Το 20% από τα καταστήματα που εμπορεύονται το προϊόν, διακινούν περισσότερα του ενός είδους χωριάτικα λουκάνικα. Το 56% παρουσιάζει τα προϊόντα τους  σε βιτρίνες-ψυγεία και το 85% από αυτά με ορθή εμπορική εικόνα  εντός της βιτρίνας.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μέρος έρευνας που έγινε με σκοπό την παρουσίαση της εμπορικής εικόνας των κρεοπωλείων που πωλούν παραδοσιακά χωριάτικα λουκάνικα, τα οποία παρασκευάζουν σε παρακείμενο  χώρο του καταστήματος τους, στις περιοχές της Θεσσαλονίκης.

Οι ερευνητές αναφέρουν ότι υπάρχει μια σχετικά καλή αναλογία μεταξύ της τιμής του προϊόντος και της εμπορικής εικόνας των καταστημάτων, χωρίς αυτό βέβαια να είναι απόλυτο. Γενικά στην Ελλάδα οι κρεοπώλες έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη από τους καταναλωτές και για να έχουμε μία συνέχιση αυτής της σχέσης, πρέπει η παραγωγή και η πώληση των προϊόντων να είναι ποιοτική και να τηρούνται οι αρχές υγιεινής και ασφάλειας από τους κρεοπώλες.

Τα παραδοσιακά λουκάνικα είναι πολύ δημοφιλή προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και παρασκευάζονται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα με διάφορες παραλλαγές. Παράγονται από σύγκοπο κρέας και χοιρινό λιπώδη ιστό, με προσθήκη άλατος και καρυκευμάτων.  Σύμφωνα με τον κώδικα τροφίμων είναι προϊόντα που παράγονται από άπαχο κρέας και λίπος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 35%.

Οι αναλύσεις έγιναν σε δείγματα ενός κιλού, που αποτελούνταν από 2-3 λουκάνικα, για να εξασφαλιστεί η ομοιογένεια των προϊόντων. Η έρευνα έδειξε ότι σε σχέση με παλαιότερες μελέτες , υπάρχει μεγαλύτερη συμμόρφωση με τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Επίσης η διατροφική αξία των λουκάνικών έχει βελτιωθεί, ικανοποιώντας τις αυξημένες πλέον απαιτήσεις των καταναλωτών για την παραγωγή υγιεινών τροφίμων.